- καμμύω
- смыкать, закрывать (о глазах или веках).
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета). 2014.
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета). 2014.
καμμύω — (AM καμμύω) (επικ. και ποιητ. τ. αντί καταμύω) (μτβ.) κλείνω τα μάτια νεοελλ. μσν. (αμτβ.) μισοκλείνω τα βλέφαρα μσν. 1. μισοκοιμάμαι 2. μτφ. παραβλέπω, αδιαφορώ 3. φρ. «καμμύω τὰ δύο μου» πεθαίνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατα μύω, με αποκοπή της προθέσεως … Dictionary of Greek
καμμύζω — (Μ) κλείνω τα μάτια, καμμύω*. [ΕΤΥΜΟΛ. < καμμύω κατά τα ρ. σε ζω] … Dictionary of Greek
ακάμμυστος — η, ο (Α ἀκάμμυστος, ον) 1. αυτός που δεν κλείνει τα μάτια, άυπνος, άγρυπνος 2. (οφθαλμός) που δεν κλείνει, ανοιχτός, ακοίμητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + καμμύω < καταμύω «κλείνω τα μάτια»] … Dictionary of Greek
επικαμμύω — ἐπικαμμύω (Α) καμμύω, μισοκλείνω τα μάτια … Dictionary of Greek
κάμμυσις — κάμμυσις, ἡ (Α) [καμμύω] αντί κατάμυσις* … Dictionary of Greek
καμμυός — καμμυός, ά, όν (Μ) τυφλός. [ΕΤΥΜΟΛ. < μτχ. καμμύων, τού ρ. καμμύω «κλείνω τα μάτια»] … Dictionary of Greek
κανύζω — (Μ) κλείνω το μάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού ρ. καμμύω / καμμύζω «κλείνω τα μάτια»] … Dictionary of Greek
παρακαμμύω — Μ (αντί παρακαταμύω) βλέπω με την άκρη τού ματιού μου, λοξοκοιτάζω («μυωπιζόμενος μυωπάζων, παρακαμμύων», Φώτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + καμμύω* «κλείνω τα μάτια»] … Dictionary of Greek
ԽՆՈՒՄ — (խցի, խի՛ց.) NBH 1 0955 Chronological Sequence: Early classical, 7c, 10c, 14c ն. ԽՆՈՒՄ φράσσω, ττω, ἑμφράττω sepio, munio, constipo βύω obturo, obstruo καμμύω claudo συνέχω contineo. որ եւ ԽՑԱՆԵԼ, ԽՑԵԼ. Փակել եւ պատել ամենայն մասմբք. Կափուցանել.… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
ԿԱՓՈՒՑԱՆԵՄ — (փուցի, փո՛.) NBH 1 1079 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 8c, 10c, 11c, 12c, 14c ն. καμμύω claudo συνέχω constringo διαπετάζω expando. Փակել. հափուցանել. խափուցանել. խփանել. պնդել. ʼի վերայ դնել առ ʼի ծածկել. արգելուլ.… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)